- επιστητό
- τοτο σύνολο των πραγμάτων που μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος επιστημονικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιστητός — ή, ό (AM ἐπιστητός, ή, όν) [επίσταμαι] το ουδ. ως ουσ. το επιστητό(ν) ό,τι μπορεί να μάθει καλά ο άνθρωπος και να τό υποστηρίξει λογικά («τό ἐπιστητὸν μαθητόν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «επί παντός τού επιστητού» ειρων. για όποιον νομίζει ότι τά ξέρει… … Dictionary of Greek
κοσμολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει γενικά το ον και το σύνολο του σύμπαντος, στην προσπάθεια να εναρμονίσει τις ποικίλες όψεις του που αποτελούν αντικείμενο των επιμέρους επιστημών. Από ιστορική άποψη, οι διάφορες κ. συνδέονται αναπόσπαστα με τη… … Dictionary of Greek